ορθότομος — ὀρθότομος, ον (Μ) αυτός που έχει εξηγηθεί σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τομος (< τέμνω), πρβλ. μεσό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
ορθοτομία — η (ΑΜ ὀρθοτομία) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τομή σε ευθεία γραμμή 2. μτφ. το να ακολουθεί κάποιος τον σωστό δρόμο 3. μτφ. ορθή αντίληψη τής χριστιανικής αλήθειας, ορθοδοξία νεοελλ. η χειρουργική τομή τού ορθού εντέρου … Dictionary of Greek
ορθοτομώ — (ΑΜ ὀρθοτομῶ, έω) [ορθοτόμος (Ι)] 1. τέμνω σε ευθεία γραμμή, ευθυγραμμίζω τέμνοντας 2. μτφ. δίνω την ορθή κατεύθυνση, ερμηνεύω ή διδάσκω κάτι σωστά … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 8c ա. ἱθύτομος, ὁρθότομος in rectum sectus, rectus. Ուղիղ կտրեալ. ուղիղ ձեւով. անխոտոր. անվրէպ. *(Անիւք հոգեղէնք են նշանակք) ի նոյն ի նա կոյս՝ անխոտոր եւ ուղղակտուր անուամբ (յն. ճանապարհաւ) ամենայն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)